- αλετροπόδα
- η1. το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο πατώντας ο γεωργός πιέζει το υνί για να χωθεί στο χώμα: Καλά καλά δεν ήξερε να πατήσει την αλετροπόδα.2. ο αστερισμός του Ωρίωνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.