αλετροπόδα

αλετροπόδα
η
1. το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο πατώντας ο γεωργός πιέζει το υνί για να χωθεί στο χώμα: Καλά καλά δεν ήξερε να πατήσει την αλετροπόδα.
2. ο αστερισμός του Ωρίωνα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χερουλάς — χερουλάς, ο και χερουλάτης, ο η χειρολαβή του αρότρου: Ο χερουλάτης έφαγε τ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου λιώσαν τα ήπατά μου (Αρ. Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”